-
1 μετ-εξ-αιρέομαι
μετ-εξ-αιρέομαι (s. αἱρέω), herausnehmen u. anderswohinbringen, ἐμισϑωσάμην ἕτερα πλοῖα καὶ μετεξειλόμην τὸν γόμον καὶ δεῦρο ἀπέστειλα, Dem. 56, 24.
1 μετ-εξ-αιρέομαι
μετ-εξ-αιρέομαι (s. αἱρέω), herausnehmen u. anderswohinbringen, ἐμισϑωσάμην ἕτερα πλοῖα καὶ μετεξειλόμην τὸν γόμον καὶ δεῦρο ἀπέστειλα, Dem. 56, 24.